- ερής
- ἐρής, ὁ (Α)επιγρ. (άχρ. ονομαστ. ονόματος, τού οποίου απαντούν μόνο η γεν. πληθ. ἐρέων, η δοτ. πληθ. ἔρεσσι και θεσσαλ. ἐρέεσφι και η αιτ. πληθ. ἐρεάς)τέκνο, γιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρῆς — ἐράω 1 love pres ind act 2nd sg (doric) ἐράω 2 pour forth pres ind act 2nd sg (doric) ἐρέω love pres ind act 2nd sg (doric) ἐρῶ verbum fut ind act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρῇς — ἐράω 1 love pres subj act 2nd sg (doric) ἐράω 1 love pres ind act 2nd sg (doric) ἐράω 2 pour forth pres subj act 2nd sg (doric) ἐράω 2 pour forth pres ind act 2nd sg (doric) ἐρέω love pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔρης — ἔρα earth fem gen sg (epic ionic) ἐράω 1 love imperf ind act 2nd sg (doric) ἐράω 2 pour forth imperf ind act 2nd sg (doric) ἐρέω love imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ῥέω flow imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρροτσ(ι)έρης — ο βλ. καροτσ(ι)έρης … Dictionary of Greek
ταπετσ(ι)έρης — ο, Ν 1. τεχνίτης ειδικευμένος στο ταπετσάρισμα τοίχου 2. τεχνίτης ειδικευμένος στην επένδυση επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tapissier < ρ. tapisser < τάπης] … Dictionary of Greek
παγκιέρης — ο μπανκ(ι)έρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banciere (< ιταλ. banca «τράπεζα»)] … Dictionary of Greek
λαουτάρης, ο — και λαουτ(ι)έρης, ο αυτός που παίζει λαγούτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)